- τσιμπιδολόγος
- ο, Ν1. τσιμπιδάκι για αφαίρεση τριχών από τα φρύδια2. μεταξωτό νήμα που χρησιμοποιείται για αποτρίχωση3. μτφ. λωποδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπίδα + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek